
Το Ρυμουλκό στην Καρδιά του Αιγαίου
Το Ρυμουλκό στην Καρδιά του Αιγαίου

Ο άνεμος ούρλιαζε πάνω από τα βράχια και τα κύματα χτυπούσαν αλύπητα το σκαρί. Το παλιό ρυμουλκό, με τις κόκκινες και άσπρες λωρίδες στον πύργο του, όρθωνε το κεφάλι του απέναντι στη θάλασσα, σαν πολεμιστής που δεν γνωρίζει παράδοση.
Ο καπετάνιος, με τα χέρια σφιγμένα στο τιμόνι, ένιωθε το βάρος της στιγμής. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πάλευε με το Αιγαίο — μα κάθε φουρτούνα ήταν διαφορετική, σαν να ήθελε η θάλασσα να τον δοκιμάσει ξανά και ξανά.
Οι ναύτες γύρω του κρατούσαν τις θέσεις τους. Ο ένας δεμένος στο κατάστρωμα, άλλος έτοιμος να τραβήξει τα σχοινιά. Δεν μιλούσαν πολύ∙ μόνο έριχναν βλέμματα μεταξύ τους, βλέμματα που έλεγαν «μαζί θα το περάσουμε».
Κάθε κύμα που έσκαγε στην πλώρη ήταν σαν χτύπος τυμπάνου. Μα το σκάφος δεν λύγιζε. Προχωρούσε με πείσμα, με τον αφρό να πετάγεται ψηλά, σαν σημαία θριάμβου.
Στο βάθος, οι σκιές των βουνών τους θύμιζαν πόσο μικροί είναι μπροστά στη φύση. Κι όμως, εκείνη τη στιγμή, ένιωθαν γίγαντες. Γιατί δεν μετρούσε το μέγεθος, αλλά το θάρρος.
Κι έτσι το ρυμουλκό συνέχισε, κομμάτι σιδήρου και ξύλου που όμως έμοιαζε να έχει ψυχή. Μια ψυχή που έλεγε: «Η θάλασσα θα με δοκιμάσει, αλλά δεν θα με καταπιεί».